φλεγμονῶδες

φλεγμονῶδες
φλεγμονώδης
like an inflamed tumour
masc/fem voc sg
φλεγμονώδης
like an inflamed tumour
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάσονας — και διάθονας, ο δοθιήν, φλεγμονώδες εξοίδημα τού δέρματος (κν. καλόγηρος, βούζουνας) …   Dictionary of Greek

  • δοθιήν — ο (AM δοθιήν) φλεγμονώδες, πυώδες εξοίδημα τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού, καλόγερος, βούζουνας, διάθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η παρουσία τού θι στη λ. κάνει πιθανή την υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. Ο σχηματισμός της κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • εκχόνδρωση — η 1. ιατρ. φλεγμονώδες εξόγκωμα τών χόνδρων τού σώματος που προέρχεται από ερεθισμό (σε χρόνιες αρθρίτιδες) 2. τεχνολ. η προκαταρκτική μηχανουργική εργασία, κν. ξεχόνδρισμα …   Dictionary of Greek

  • ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • λουθουνάρι — το φλεγμονώδες εξάνθημα τού δέρματος, καλόγηρος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δοθηνάριον, υποκορ. τού δοθιήν, με τροπή τού δ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • πύον — το, ΝΜΑ, και πύος Α υγρό, αδιαφανές, φλεγμονώδες εξίδρωμα, πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από φαγοκυττάρωση στην εστία μιας φλεγμονής αρχ. πυός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύθω] …   Dictionary of Greek

  • φλυκτίς — και φλοκτίς, ίδος, ἡ, ΜΑ φλεγμονώδες πυώδες εξοίδημα τού δέρματος, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bhl u τού ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση γ (βλ. και λ. φλύω) και επίθημα τι ς (πρβλ. κύσ τι ς), βλ. και λ. φλύκταινα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”